ατρόχιστος

ατρόχιστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τροχίστηκε, δεν ακονίστηκε: Έχουμε τα ψαλίδια ατρόχιστα.
2. αυτός που δεν ασκήθηκε σε κάτι: Στα μαθηματικά ήταν ατρόχιστος, γι' αυτό δεν πήγαινε καλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ατρόχιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τροχιστεί ή ακονιστεί με τροχό 2. ανάσκητος, αγύμναστος, νωθρός («ατρόχιστο μυαλό») …   Dictionary of Greek

  • ακόνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο ατρόχιστος 2. εκείνος που δεν μπορεί να ακονιστεί 3. μτφ. αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο απαίδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακονιστός < ακονίζω το αρκτικό α πήρε στερητική σημασία από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ανακόνητος — η, ο αυτός που δεν ακονίστηκε, ανακόνιστος, ατρόχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακονώ] …   Dictionary of Greek

  • ακόνιστος — η, ο 1. ατρόχιστος: Το μαχαίρι είναι ακόνιστο και δεν κόβει. 2. ανάσκητος, απαίδευτος: Άφησε το μυαλό του ακόνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”